Θα ήσουν από το χάραμα,
Όλο αγκαλιές με τριαντάφυλλα
Τίποτα, άλλο ένα ολοκαύτωμα.
Σκέφτηκες να έρθεις χωρίς χέρια, μα και συ,
Πώς θα αγκαλιάσεις;
Πώς θα μπορούσες την καρέκλα να αρπάξεις;
Κι αυτή χωρίς πόδια πώς να σταθεί για να κάτσεις;
Φεύγεις.
Επέστρεψες, έφερες «τραπέζια» για μάτια
Και μου τα πούλησες γι ´ακριβή πραμάτεια.
Κοίταξα μέσα στο βάθος, μαύρες τρύπες, κλαδιά ξερά,
πουλιά νεκρά με σπασμένα τα φτερά.
Δεν πήρες τίποτα κι έφυγες.
Σαν βρύση που περιμένει το νερό
Θα περιμένω να στάξεις.
Να λυγίσεις σαν κορμός στον άνεμο να ανάψεις,
Φωτιές δικές σου χωρίς σάλιο δεν θα μπορείς να πάψεις.
Χωρίς τίποτα άλλο, κύκλους θα κάνεις, χωρίς ρήμα πώς θα τάξεις;
Είναι κομμένα τα τριαντάφυλλα,
Ακούραστα συνέχισε και περπάτα να με ψάχνεις
τα πιο στενά μου μονοπάτια μην κουραστείς ποτέ να σκάβεις.
Μόνο το σ´αγαπώ στο σώμα μου φύτεψε. Όσα κόπηκαν, καλλιέργησε.
Πότιζε, όργωνε. Στάσου και μάζεψε. Κοίταξε, μύρισε και άγγιξε.
(Χειμώνας)