Πρωί
πολύ πρωί.
Με
καφέ πληρωμένο, πικρό, με δάκρυα που έσταζε η
χαλασμένη μου καρδιά.
Να τον πιώ στην υγειά της πληγής που άντεξα να
ανοίξω.
Σε αγάπες που πάλι δεν πρόλαβα να ζήσω,
μόνο τον τίτλο από το μυθιστόρημα
που κι αυτόν, δεν έφτασα να υπογραμμίσω.
που κι αυτόν, δεν έφτασα να υπογραμμίσω.
Αμέριμνη και χωρίς καθόλου αίσθηση του χρόνου
περιφέρθηκα ανάμεσα στα γήπεδα του κόσμου.
Συστήθηκα, με ό,τι έχασα τυφλή, από τον ναρκωτικό μου έρωτα.
Κάπνισα μαζί τους τη πεθαμένη μου σχέση και έφυγα.
Με καταθλιπτικές προσθοπίσθιες κινήσεις να με
φτάνουν σε μια ρουτίνα μοναξιάς.
Άρρωστη από ιό που εγκαθίσταται στη καρδιά και
ξύνει τον έρωτα.Αργά και πολύ προσεχτικά με σκευάσματα χλωρίου σβήνω
ακόμα και τους χτύπους της καρδιάς μου.
Όχι χωρισμός. Η λέξη που θα του έδινα είναι ανήθικη γιατί, αφορά μόνο μια καρδιά, τη δικιά μου.
Πόνος και οδύνη, που προέρχεται μόνο από τον εαυτό
μου που παράτησα σε χέρια ανίκανα και προπαντός ξένα.
Γιατί όταν έπεφτε ο ουρανός αρνιόμουν την
ύπαρξη του.